- τοκίζω
- τόκισα, τοκίστηκα, τοκισμένος1. μτβ., δανείζω με τόκο: Τοκισμένα χρήματα.2. αμτβ., είμαι τοκιστής, είμαι τοκογλύφος: Τοκίζει και ζει.3. δεν εργάζομαι από τεμπελιά, σαν να ζω από τόκους ανύπαρκτου κεφαλαίου: Τοκίζει ο ακαμάτης, κι ας υπάρχουν δουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.